- σκαραβαίος
- Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα τελευταία τμήματα των κεραιών τους λέγονταν ελασμόκερα: κατά τους νεώτερους χρόνους η ταξινόμηση αυτή διαιρέθηκε, με βάση διακριτικές λεπτομερές, στις δυο οικογένειες των Σκαραβαιιδών και των Λουκανιδών. Ενώ οι τελευταίοι αυτοί, στους οποίους ανήκει ο λουκανός, είναι σχετικά λιγότερο πολυάριθμοι, οι Σκαραβαιίδες περιλαμβάνουν 20 000 περίπου είδη διαδομένα προπάντων στις θερμές ζώνες, όλων των ηπείρων: τα είδη αυτά έχουν διαστάσεις που μπορούν να ποικίλλουν από λίγα χιλιοστά ως πάνω από 16 εκ., ογκώδες σώμα, τα έλυτρα του οποίου έχουν συχνά χρώματα που μεταβάλλονται και στοματικά όργανα μασητικού τύπου. Οι Σκαραβαιίδες παρουσιάζουν γενετήσιο διμορφισμό, μερικές φορές αρκετά έκδηλο, εξαιτίας της παρουσίας στο κεφάλι και στο θώρακα των αρσενικών εντυπωσιακών προεξοχών, και είναι γενικά προικισμένοι με συριστικό όργανο ακόμα και στο προνυμφικό στάδιο. Από τα αβγά, που δεν είναι ποτέ πολυάριθμα, γεννιούνται προνύμφες υπόλευκες, με καμπύλη κοιλιά· σε ορισμένα είδη η ράχη των προνυμφών παρουσιάζει μια κυρτότητα, που οφείλεται στον εντερικό θύλακο στον οποίο τα περιττώματα συσσωρεύονται ως την προτελευταία μεταβολή. Ανάλογα με τις συνήθειες τους, οι σ. διαιρούνται στις δυο ομάδες των κοπροφάγων, αν, τόσο ως προνύμφες όσο ως και ακμαία άτομα, τρέφονται κυρίως με περιττώματα ή ουσίες σε αποσύνθεση, και των φυτοφάγων, αν τρέφονται στο ακμαίο στάδιο με φύλλα, άνθη, φρούτα και στο προνυμφικό στάδιο με ξύλα, βολβούς και ρίζες.
Διαδομένος στις μεσογειακές περιοχές είναι ο σ. ή ατευχής ο ιερός (ateuchus sacer), τον οποίο οι αρχαίοι Αιγύπτιοι θεωρούσαν ως σύμβολο της ανάστασης. Ο κοπροφάγος αυτός, μήκους ως 35 χλστ., έχει την παράξενη ιδιότητα να σχηματίζει με την κόπρο μπαλίτσες που είναι σφαιρικές, αν χρησιμοποιούνται για τη διατροφή του, ή έχουν το σχήμα του αχλαδιού αν προορίζονται για να φιλοξενούν τα αβγά ή να τρέφουν τις προνύμφες. Ένα από τα θεαματικότερα φυτοφάγα είδη είναι η πολύφυλλη η μαρμαρωτή (polyphylla fullo), με μέσο μήκος 3 εκ., που οφείλει το όνομά της στην εμφάνιση της καφετιάς με λευκές βούλες λιβρέας· είναι κοινή στην Ευρώπη όπου ζει κατά προτίμηση σε αμμώδη, αλλά δεντροφυτεμένα εδάφη· ενώ στις θηλυκές οι κεραίες είναι πολύ μικρές, στους αρσενικούς τα τελευταία τμήματα διευρύνονται σε κινητά ελάσματα που σχηματίζουν ένα είδος λοφίου.
Αρκετά κοινός στην Ευρώπη είναι και ο σ. ο ρινόκερως (oryctes nasicornis), που λέγεται έτσι για το στραμμένο προς τα πίσω κέρας, που έχει το αρσενικό στο κεφάλι· ο σ. αυτός, που έχει μέσο μήκος 4 περίπου εκ., είναι φυτοφάγος όπως και οι άλλοι εκπρόσωποι της υποοικογένειας των δυναστινών στην οποία ανήκει. Πολύ πιο μεγάλος είναι ο δυνάστης ο ηρακλής (dyna-stes hercules), που ζει προπάντων στη Βενεζουέλα· οι αρσενικοί, το μήκος των οποίων μπορεί να ξεπεράσει τα 16 εκ., είναι εφοδιασμένοι στο μπροστινό τμήμα με δυο θεαματικές προεξοχές κυρτές προς τα πίσω σαν τανάλια· οι θηλυκές, που δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, έχουν μήκος μικρότερο των 10 εκ.· οι μεγάλες προνύμφες της μεταμορφώνονται σε νύμφες μόνο ύστερα από μερικά χρόνια και τρέφονται με σάπια ξύλα στα οποία ζουν.
Ο σκαραβαίος ο ιερός (ateuchus sacer).
Ο σκαραβαίος ο ρινόκερος (oryctes nasicornis).
O σκαραβαίος πολύφυλλος η μαρμαρωτή (polyphylla fullo), εξαιρετικά φυτοφάγο είδος.
Ο σκαραβαίος δυνάστης ο ηρακλής (dynastes hercules).
Είδος σκαραβαίου,του γένους Γολιάθ.
* * *ο, Ν1. ζωολ. γένος και γενική ονομασία τών κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας σκαραβαιίδες και κυρίως τών κοπροφάγων εκπροσώπων τής οικογένειας αυτής, γνωστών και με τη λόγια ονομασία κάνθαρος και με την κοινή ονομασία μπούρμπουλας2. αρχαιολ. πήλινο αντικείμενο ή γλυπτός πολύτιμος λίθος στο σχήμα τού παραπάνω εντόμου, που τό θεωρούσαν ιερό και σύμβολο τής ανάστασης τών νεκρών στην αρχαία Αίγυπτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scarabaeus (< αρχ. κάραβος «είδος εντόμου, σκαθάρι»). Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.